Μια μεγάλη προοπτική έρευνα διενεργήθηκε στη Δανία από την Σχολή Δημόσιας Υγείας. Οι επιστήμονες παρακολούθησαν έναν πληθυσμό 69.750 παιδιών που γεννήθηκαν στη Δανία το χρονικό διάστημα 1997 με 2003. Αυτόν τον Εθνικό Πληθυσμό Γεννήσεων στη Δανία τον παρακολούθησαν μέχρι το 2008, για 5 με 11 χρόνια από τη γέννηση.
Έλαβαν πληροφορίες για το θηλασμό ή όχι αυτών των παιδιών μέσα από τηλεφωνικές συνεντεύξεις των γονιών, στην ηλικία των 6 και των 18 μηνών. Παράλληλα συνέλεξαν πληροφορίες για τα παιδιά που εμφάνισαν επιληψία από το Εθνικό Νοσοκομειακό Αρχείο της Δανίας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2011 στο διαδίκτυο, ο μητρικός θηλασμός συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο για εμφάνιση επιληψίας κατά την παιδική ηλικία. Αποκλείστηκαν άλλοι παράγοντες, όπως τα προβλήματα υγείας κατά τη γέννηση και παθήσεις της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη. Τα παιδιά που είχαν θηλάσει για τουλάχιστον 5 μήνες είχαν 26% λιγότερες πιθανότητες για εμφάνιση επιληψίας μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής, όσα είχαν θηλάσει για τουλάχιστον 8 μήνες είχαν 39% λιγότερο κίνδυνο για επιληψία. Όσα είχαν θηλάσει για τουλάχιστον 12 μήνες είχαν 50% μικρότερο κίνδυνο για επιληψία, και τέλος, όσα είχαν θηλάσει για παραπάνω από 12 μήνες είχαν 59% λιγότερες πιθανότητες για επιληψία κατά την παιδική ηλικία. Υπήρχε λοιπόν δοσο-εξαρτώμενη σχέση στην προστασία του μητρικού θηλασμού, δηλαδή όσο περισσότερο θήλαζαν, τόσο περισσότερο προστατεύονταν.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι η στατιστική σημαντικότητα των συμπερασμάτων της μελέτης δείχνει ότι η προστασία του μητρικού θηλασμού ενάντια στην επιληψία είναι πιθανό να είναι αιτιολογική και όχι τυχαία, από άλλους δηλαδή παράγοντες. Κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι ένας επιπλέον λόγος που πρέπει οι επαγγελματίες υγείας να αναφέρουμε στις μητέρες για να τις ενθαρρύνουμε να θηλάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο είναι η προστασία από παιδική επιληψία.
Υπάρχουν δεκάδες μελέτες των τελευταίων ετών που αφορούν διάφορες σωματικές και ψυχικές παθήσεις παιδιών και μητέρων και που καταλήγουν σε αξιοσημείωτα όμοια συμπεράσματα: η σχέση του θηλασμού με την υγεία είναι δοσο-εξαρτώμενη. Τα οφέλη του θηλασμού δεν σταματούν ούτε στους τρεις, ούτε στους έξι, ούτε στους δώδεκα μήνες, αλλά αθροίζονται τόσο πιο έντονα και περισσότερα όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διάρκειά του, χωρίς ανώτερο όριο. Πιο απλά, ένα παιδί που θήλασε για 18 μήνες έχει πιθανότητα για πιο προστατευμένη υγεία, σε σύγκριση με ένα παιδί που θήλασε 9 μήνες. Τις μελέτες αυτές πρέπει ακόμα να μάθουμε να τις διαβάζουμε αντίστροφα: Αυτό που πραγματικά λέει η παραπάνω δανέζικη μελέτη είναι ότι ένα παιδί που δεν θήλασε καθόλου έχει διπλάσια πιθανότητα για επιληψία κατά τα επόμενα χρόνια της ζωής του, συγκρινόμενο με το παιδί που θήλασε 12 μήνες
Έλαβαν πληροφορίες για το θηλασμό ή όχι αυτών των παιδιών μέσα από τηλεφωνικές συνεντεύξεις των γονιών, στην ηλικία των 6 και των 18 μηνών. Παράλληλα συνέλεξαν πληροφορίες για τα παιδιά που εμφάνισαν επιληψία από το Εθνικό Νοσοκομειακό Αρχείο της Δανίας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2011 στο διαδίκτυο, ο μητρικός θηλασμός συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο για εμφάνιση επιληψίας κατά την παιδική ηλικία. Αποκλείστηκαν άλλοι παράγοντες, όπως τα προβλήματα υγείας κατά τη γέννηση και παθήσεις της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη. Τα παιδιά που είχαν θηλάσει για τουλάχιστον 5 μήνες είχαν 26% λιγότερες πιθανότητες για εμφάνιση επιληψίας μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής, όσα είχαν θηλάσει για τουλάχιστον 8 μήνες είχαν 39% λιγότερο κίνδυνο για επιληψία. Όσα είχαν θηλάσει για τουλάχιστον 12 μήνες είχαν 50% μικρότερο κίνδυνο για επιληψία, και τέλος, όσα είχαν θηλάσει για παραπάνω από 12 μήνες είχαν 59% λιγότερες πιθανότητες για επιληψία κατά την παιδική ηλικία. Υπήρχε λοιπόν δοσο-εξαρτώμενη σχέση στην προστασία του μητρικού θηλασμού, δηλαδή όσο περισσότερο θήλαζαν, τόσο περισσότερο προστατεύονταν.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι η στατιστική σημαντικότητα των συμπερασμάτων της μελέτης δείχνει ότι η προστασία του μητρικού θηλασμού ενάντια στην επιληψία είναι πιθανό να είναι αιτιολογική και όχι τυχαία, από άλλους δηλαδή παράγοντες. Κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι ένας επιπλέον λόγος που πρέπει οι επαγγελματίες υγείας να αναφέρουμε στις μητέρες για να τις ενθαρρύνουμε να θηλάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο είναι η προστασία από παιδική επιληψία.
Υπάρχουν δεκάδες μελέτες των τελευταίων ετών που αφορούν διάφορες σωματικές και ψυχικές παθήσεις παιδιών και μητέρων και που καταλήγουν σε αξιοσημείωτα όμοια συμπεράσματα: η σχέση του θηλασμού με την υγεία είναι δοσο-εξαρτώμενη. Τα οφέλη του θηλασμού δεν σταματούν ούτε στους τρεις, ούτε στους έξι, ούτε στους δώδεκα μήνες, αλλά αθροίζονται τόσο πιο έντονα και περισσότερα όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διάρκειά του, χωρίς ανώτερο όριο. Πιο απλά, ένα παιδί που θήλασε για 18 μήνες έχει πιθανότητα για πιο προστατευμένη υγεία, σε σύγκριση με ένα παιδί που θήλασε 9 μήνες. Τις μελέτες αυτές πρέπει ακόμα να μάθουμε να τις διαβάζουμε αντίστροφα: Αυτό που πραγματικά λέει η παραπάνω δανέζικη μελέτη είναι ότι ένα παιδί που δεν θήλασε καθόλου έχει διπλάσια πιθανότητα για επιληψία κατά τα επόμενα χρόνια της ζωής του, συγκρινόμενο με το παιδί που θήλασε 12 μήνες