Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Dr. Srijan Sen, καθηγητή Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Michigan, έβαλαν στο μικροσκόπιο ένα συγκεκριμένο γονίδιο, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την μεταφορά της σεροτονίνης, χημικής ουσίας που ρυθμίζει την διάθεση και συμπέραναν ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην «πυροδότηση» της κατάθλιψης.
Η ερευνητική ομάδα υποστηρίζει ότι κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν αυτό το γονίδιο σε συγκεκριμένη μορφή, που τους καθιστά περισσότερο ευπαθή στην κατάθλιψη, αν παρουσιαστούν στην ζωή τους δύσκολες συνθήκες, όπως μια σοβαρή ασθένεια ή η κακοποίηση σε παιδική ηλικία. Αυτό συμβαίνει γιατί η σεροτονίνη, εξαιτίας του τύπου του γονιδίου δεν απορροφάται από τα εγκεφαλικά κύτταρα, όπως στους υπόλοιπους ανθρώπους. Μια τέτοια μειωμένη απορρόφηση σεροτονίνης σε μικρή ηλικία ίσως τελικά είναι υπεύθυνη για την παρουσίαση κατάθλιψης ακόμη και αρκετά χρόνια μετά, όπως αναφέρει η έρευνα.
Μάλιστα, τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς παλαιότερης έρευνας, η οποία εστίασε στον ίδιο τομέα, αλλά διαψεύσθηκε το 2009 από άλλη επιστημονική ομάδα. Η τελευταία ερεύνησε την σχέση μεταξύ σεροτονίνης, στρες και κατάθλιψης, αλλά δεν βρήκε διαφορές μεταξύ των ανθρώπων με διαφορετικούς τύπους του γονιδίου.
Τις αντικρουόμενες απόψεις ήρθε να παντρέψει η νέα έρευνα του Sen, ο οποίος συνδύασε όλα τα προγενέστερα στοιχεία και προχώρησε στην επεξεργασία 54 μελετών με πάνω από 41.000 εθελοντές. Ο Sen επεσήμανε πως τα αμφιλεγόμενα στοιχεία της έρευνας του 2009 οφείλονται στην διαφορετική ερευνητική μέθοδο των ομάδων. «Μία από τις ελπίδες μου είναι να κλείσουμε αυτόν τον φάκελο και να προχωρήσουμε στην διερεύνηση περισσότερων παραγόντων της κατάθλιψης», λέει ο Sen και συνεχίζει: «Ιδανικά, θα θέλαμε να εντοπίσουμε μία ομάδα γενετικών παρεκκλίσεων, η οποία θα μας βοηθά να προβλέπουμε αν κάποιος θα έχει αρνητική ανταπόκριση σε καταστάσεις άγχους ή αν θα μπορεί να βοηθηθεί από συγκεκριμένες θεραπείες». Ο ερευνητής καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ανάλυση του συγκεκριμένου γονιδίου είναι μόνο η αρχή για την μελέτη περισσότερων παραγόντων, οι οποίοι ευθύνονται για την διαταραχή. «Για να γίνουν τα ευρήματά μας κλινικά χρήσιμα, θα πρέπει να βρούμε πολλούς, πολλούς ακόμη παράγοντες. Έτσι, θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να βρούμε νέους δρόμους για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης»,λέει.
Η ερευνητική ομάδα υποστηρίζει ότι κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν αυτό το γονίδιο σε συγκεκριμένη μορφή, που τους καθιστά περισσότερο ευπαθή στην κατάθλιψη, αν παρουσιαστούν στην ζωή τους δύσκολες συνθήκες, όπως μια σοβαρή ασθένεια ή η κακοποίηση σε παιδική ηλικία. Αυτό συμβαίνει γιατί η σεροτονίνη, εξαιτίας του τύπου του γονιδίου δεν απορροφάται από τα εγκεφαλικά κύτταρα, όπως στους υπόλοιπους ανθρώπους. Μια τέτοια μειωμένη απορρόφηση σεροτονίνης σε μικρή ηλικία ίσως τελικά είναι υπεύθυνη για την παρουσίαση κατάθλιψης ακόμη και αρκετά χρόνια μετά, όπως αναφέρει η έρευνα.
Μάλιστα, τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς παλαιότερης έρευνας, η οποία εστίασε στον ίδιο τομέα, αλλά διαψεύσθηκε το 2009 από άλλη επιστημονική ομάδα. Η τελευταία ερεύνησε την σχέση μεταξύ σεροτονίνης, στρες και κατάθλιψης, αλλά δεν βρήκε διαφορές μεταξύ των ανθρώπων με διαφορετικούς τύπους του γονιδίου.
Τις αντικρουόμενες απόψεις ήρθε να παντρέψει η νέα έρευνα του Sen, ο οποίος συνδύασε όλα τα προγενέστερα στοιχεία και προχώρησε στην επεξεργασία 54 μελετών με πάνω από 41.000 εθελοντές. Ο Sen επεσήμανε πως τα αμφιλεγόμενα στοιχεία της έρευνας του 2009 οφείλονται στην διαφορετική ερευνητική μέθοδο των ομάδων. «Μία από τις ελπίδες μου είναι να κλείσουμε αυτόν τον φάκελο και να προχωρήσουμε στην διερεύνηση περισσότερων παραγόντων της κατάθλιψης», λέει ο Sen και συνεχίζει: «Ιδανικά, θα θέλαμε να εντοπίσουμε μία ομάδα γενετικών παρεκκλίσεων, η οποία θα μας βοηθά να προβλέπουμε αν κάποιος θα έχει αρνητική ανταπόκριση σε καταστάσεις άγχους ή αν θα μπορεί να βοηθηθεί από συγκεκριμένες θεραπείες». Ο ερευνητής καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ανάλυση του συγκεκριμένου γονιδίου είναι μόνο η αρχή για την μελέτη περισσότερων παραγόντων, οι οποίοι ευθύνονται για την διαταραχή. «Για να γίνουν τα ευρήματά μας κλινικά χρήσιμα, θα πρέπει να βρούμε πολλούς, πολλούς ακόμη παράγοντες. Έτσι, θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να βρούμε νέους δρόμους για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης»,λέει.